- ημιαυτοματικός
- -ή, -όβλ. ημιαυτόματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιαυτόματος — η, ο και ημιαυτοματικός, ή, ό (για μηχανήματα) αυτός που είναι κατά το ήμισυ αυτόματος, αυτός που λειτουργεί εν μέρει αυτόματα και εν μέρει με εξωτερική ενέργεια («ημιαυτόματο πυροβόλο») … Dictionary of Greek